Πέμπτη 31 Ιουλίου 2014

Γιατί οι τοπικές κοινωνίες χάνουν τα νοσοκομεία τους; (Ι)

 Του Θανάση Βασιλείου
 Η έλευση της τρόικας για την επίτευξη δημοσιονομικής ισορροπίας, συνοδεύτηκε με επιβολή σκληρών περικοπών στις κοινωνικές δαπάνες όσον αφορά τους σπάταλους και «μη παραγωγικούς τομείς» (εκπαίδευση, σχολεία, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και υγεία, υποδομές, κ.ά.). Συνοδεύτηκε από περικοπές στους μισθούς, τις συντάξεις. Συνοδεύεται με απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων, απορύθμιση της αγοράς εργασίας κ.λπ.
Ο κόσμος της διανόησης και της επιστήμης έχει εκφράσει τις αντιρρήσεις του δημόσια. Ο νομπελίστας οικονομολόγος Πωλ Κρούγκμαν, στη στήλη του στους New York Times έχει εκφράσει πολλάκις την άποψη για τις θεραπευτικές της λιτότητας. Μιλώντας για τις επιλογές της Ε.Ε. και ειδικότερα για το «σχέδιο διάσωσης της Ελλάδα», τονίζει πως η συνεχής αφαίμαξη, η τιμωρητική-αυστηρή λιτότητα θυμίζει μεσαιωνική ιατρική που σκοτώνει την κοινωνία και την οικονομία. Την παρομοιάζει «με… τις θεραπείες του Μεσαίωνα, όταν έκανες αφαίμαξη στους ασθενείς για να γιατρέψεις τις ασθένειές τους κι όταν η αιμορραγία τους έκανε ακόμη πιο άρρωστους, τότε τους έκανες κι άλλη αφαίμαξη… μέχρι να καταλήξει ο ασθενής» 
Λίγα λόγια για το ΔΝΤ 
Από την πλευρά του, ο επίσης νομπελίστας οικονομολόγος Τζόζεφ Στίγκλιτζ, πολύ πριν ξεσπάσει η κρίση των ενυπόθηκων δανείων και των τοξικών ομολόγων στις ΗΠΑ, είχε περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο το ΔΝΤ, παρεξέκλινε από την αρχική αποστολή της προαγωγής της παγκόσμιας σταθερότητας. Από τη δεκαετία του 1980 και έχοντας ενσωματώσει πολλές από τις ιδέες της «Συναίνεσης της Ουάσινγκτον», επέβαλε πολιτικές που αντί να οδηγούν στην ανάπτυξη προκαλούν ύφεση, ανεργία και φτώχεια.
Οι επικεφαλείς οικονομολόγοι του ΔΝΤ, έγραφε ο Στίγκλιτζ «έγιναν οι νέοι ιεραπόστολοι της κυριαρχίας των αγορών και της απορρύθμισης». Το δόγμα που κυριάρχησε στο διάστημα 1987-2000, όταν γενικός διευθυντής του ΔΝΤ ήταν ο Μισέλ Καμντεσύ ήταν: «οι αγορές έχουν πάντα δίκαιο». Το τραγικό της υπόθεσης είναι ότι πολλές από τις πολιτικές που προώθησε το ΔΝΤ, συνέβαλαν στην παγκόσμια αστάθεια. Στις περισσότερες των περιπτώσεων επιδείνωσαν τη φτώχεια και τις ανισότητες
.Ύστερα από δεκαετίες παταγωδών αποτυχιών, όχι χωρίς θύματα, το ΔΝΤ βρήκε στην ελληνική κρίση τη δική του χρυσή ευκαιρία. Στο προνομοιακό πεδίο της Ε.Ε. και με στήριξη της Λέσχης του Βερολίνου, το ΔΝΤ, συμπεριφέρεται σαν κάτοχος του άγιου δισκοπότηρου· δρα σαν να αποτελεί «πηγή σοφίας» και σαν θεματοφύλακας μιας ορθοδοξίας υπέρ του αλάνθαστου των αγορών που «είναι υπερβολικά πολύπλοκη για να γίνει κατανοητή από τους πολίτες των χωρών που διασώζει». Ιστορικά, το ΔΝΤ ουδέποτε αναγνώρισε τα λάθη του και την καταστροφή που προκάλεσαν οι θεραπευτικές του σε δισεκατομμύρια ανθρώπους στον πλανήτη, στη Λατινική Αμερική, στη Νοτιοανατολική Ασία, στην Αφρική –και τώρα στα εκατομμύρια των Ευρωπαίων και ειδικότερα των Ελλήνων.
Και ενώ όλοι, εντός και εκτός Ελλάδας, παραδέχονται ότι η μεσαιωνικού τύπου θεραπευτική της λιτότητας δεν φέρνει σημάδια επιτυχίας, το ΔΝΤ δεν επιτρέπει να εκφράζονται διαφωνίες. Και όταν εκφράζονται, δεν επιτρέπει να εκφράζονται δημόσια και ανοιχτά από την πλευρά των χωρών-πελατών, όπως η Ελλάδα.
Κραυγαλέο παράδειγμα η «Έκθεση Μπλανσάρντ». Όταν ο επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ παραδέχτηκε ότι τα μέτρα αυστηρής λιτότητας που επιβλήθηκαν στις χώρες της ευρωζώνης, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, είχαν έως και τριπλάσιο κόστος σε επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης από αυτό που είχε εκτιμηθεί αρχικά, ότι ήταν αναποτελεσματικά και ότι αντί να οδηγήσουν στη μείωση των ελλειμμάτων, μπορεί να προκαλέσουν τα αντίθετα αποτελέσματα, η έκθεση θάφτηκε και δεν αξιοποιήθηκε. Η τρόικα και το ΔΝΤ –που υποβάθμισαν τα συμπεράσματα της–, δεν επέτρεψε στους Έλληνες πολιτικούς να αξιοποιήσουν επωφελώς για το δημόσιο συμφέρον την έκθεση αυτή, διότι θα θιγόταν το κύρος και η αξιοπιστία του ΔΝΤ. Η παραίνεση ήταν: «Συνεχίστε το πρόγραμμα, μην χαλαρώνετε, τα πάτε καλά». Και πάλι, όπως γινόταν στον Μεσαίωνα: το ποίμνιο δεν μπορεί να αναζητά αλήθειες έξω από την εκκλησία. 
Το όχι του ΔΝΤ σε εναλλακτικές πολιτικές 
Το ΔΝΤ και η τρόικα δεν επιτρέπουν τη διατύπωση ή την εκπόνηση εναλλακτικών οικονομικών προτάσεων. Θυμηθείτε την τύχη που είχαν τα περιβόητα Ζάππεια Ι και ΙΙ του κ. Σαμαρά με τα ισοδύναμα μέτρα εξυγίανσης. Εξαφανίστηκαν από τον διάλογο, και η ελληνική πολιτική ελίτ υπέγραψε πως θα ακολουθήσει κατά βήμα τις εντολές της τρόικας. Και ενώ όλοι γνωρίζουν ότι οι χώρες, η Ελλάδα εν προκειμένω, έχουν πλέον δικές τους διανοητικές δυνατότητες, δικούς τους οικονομολόγους που έχουν αποφοιτήσει από τα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου και οι οποίοι έχουν βιωματική σχέση με τις τοπικές οικονομικο-πολιτικές συνθήκες της χώρας τους, το ΔΝΤ αρνείται τη συμμετοχή τους σε κάθε διάλογο.
Θα μπορούσαν, λ.χ., να υιοθετηθούν αυτοδύναμα-ενδογενή μοντέλα ανάπτυξης, θα μπορούσαν να υπάρξουν οικονομικά και πολιτικά ολοκληρωμένες ζώνες για την ενίσχυση των εσωτερικών αγορών, τη δημιουργία ενός πιστωτικού συστήματος για την τοπική χρηματοδότηση, την εκπαίδευση, την υγεία, την έρευνα, την καινοτομία. Θα μπορούσε να σχεδιαστεί και να καθιερωθεί δίκαιο φορολογικό σύστημα αναδιανομής του πλούτου, μια ομόκεντρη ανάπτυξη που θα έδειχνε τους συμπληρωματικούς ρόλους Βορρά-Νότου στην Ευρώπη.
Όλα αυτά δεν γίνονται, επειδή δεν θέλει το ΔΝΤ να γίνουν. Το ΔΝΤ, έχοντας πετύχει μια σημαντική μετατόπιση που διαταράσσει την ισορροπία πνευματικής ισχύος, καταπνίγει οποιαδήποτε συζήτηση εντός μιας κυβέρνησης-πελάτη αλλά και κάθε ευρύτερο διάλογο στη χώρα σχετικά με εναλλακτικές οικονομικές πολιτικές.
Το γιατί είναι απλό: τα ερωτήματα όταν διατυπώνονται δημόσια και ανοιχτά θεωρούνται πρόκληση κατά της απαραβίαστης ορθοδοξίας του ΔΝΤ. Σε διαφορετική περίπτωση, εάν γίνονταν αποδεκτά, θα υπονόμευαν το κύρος και την αξιοπιστία του οργανισμού. Οι ηγέτες των πελατών μπορούν πάντα να διαφωνούν, κατ’ ιδίαν, ποτέ όμως δημόσια. 
Πλήγματα στη δημοκρατία 
Το ΔΝΤ, δημόσια, ισχυρίζεται ότι δεν υπαγορεύει καμία πολιτική αλλά ότι πάντοτε «διαπραγματεύεται». Το τελετουργικό των τεσσάρων τελευταίων χρόνων στην Ελλάδα έχει δείξει την ακόλουθη επαναλαμβανόμενη εμπειρία: «take it or leave it», παίρνετε τη λίστα προαπαιτούμενων, την εφαρμόζετε σε ασφυκτικά χρονικά περιθώρια, εμείς αξιολογούμε τις δράσεις σας και, τέλος, παίρνετε τη δόση σας, όποτε εμείς θέλουμε, χωρίς να έχετε δικαίωμα αντιρρήσεων. Φυσικά, πρόκειται για μονομερείς «διαπραγματεύσεις».
Στις «διαπραγματεύσεις» αυτές, ο κύκλος των συζητητών ή των, ούτως ειπείν, «διαπραγματευτών» είναι κλειστός κύκλος. Είναι εκφραστές μιας υπάκουης-φιλικής κυβέρνησης. Συνήθως υπάρχει ένα μέλος της εγχώριας ελίτ (ο πρωθυπουργός, όπως ο κ. Παπαδήμος ή ο κ. Σαμαράς, ο υπουργός Οικονομικών, όπως ο κ. Στουρνάρας ή ο κ. Χαρδούβελης, ή ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας, όπως ξανά (!) ο κ. Στουρνάρας) με το οποίο το ΔΝΤ να έχει κάποιον σοβαρό διάλογο. Πέραν αυτού του κύκλου δεν έχει νόημα να προσπαθήσει κάποιος να μιλήσει. Το ΔΝΤ και η τρόικα, δεν επιθυμούν άλλους διαπραγματευτές που θα έθεταν εν αμφιβόλω τη θεραπευτική τους. Και το έχουν δείξει με κάθε τρόπο, υπονομεύοντας κάθε φορά την ποιότητα και την ουσία της ίδιας της δημοκρατίας, του συντάγματος, της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και των πολιτικών θεσμών. Δεν θέλουν, για παράδειγμα, μια πιθανή αριστερή κυβέρνηση και το εκφράζουν ανοιχτά.
 Οι εγχώριες ευθύνες 
Η εμμονή σε μια «σταθερή κυβερνητική στάση» μονοπώλησης της ατζέντας, η τάχα κυβερνητική σταθερότητα με συγκολλημένο πλέον το πανάκριβο δίδυμο ΝΔ-ΠΑΣΟΚ σε ένα σκληρό νεοφιλελεύθερο σλάλομ του πλέον αρπακτικού καπιταλισμού και ο μιντιακός καθυπερβολήν κάματος «αποκωδικοποίησης» τούτης της ατζέντας, δημιουργεί μια ασπίδα προστασίας για το εγχώριο πολιτικό σύστημα· το αποκαθάρει· σχηματίζει μια κρούστα που αφανίζει το βάθος του βιωμένου κοινωνικού πόνου, απαγορεύοντας τη θέασή του, ακόμα, και την αναστοχαστική χρήση του. Στη ρίζα του ελληνικού προβλήματος, εκτός από το ΔΝΤ, βρίσκεται η παλιά πολιτική τάξη και οι κληρονόμοι της, η ξιπασμένη, ιδιοτελής, κληρονομική εν πολλοίς, ελίτ που πληρώνεται και πληρωνόταν με δημόσιες δαπάνες και η διαπλοκή με κρατικοδίαιτους επιχειρηματίες, χωρίς να παράγει πολιτική. Η τάξη αυτή έσπευσε να ενοχοποιήσει τους πάντες –πλην του εαυτού της– να δημιουργεί ενόχους και να συκοφαντεί τους «άλλους», χωρίς ίχνος ντροπής· εκείνη η τάξη που παρέδωσε την ανικανότητά της, μαζί με τη χώρα, στον πρώτο πλειοδότη: στους δανειστές της τρόικας και στο ΔΝΤ. Και κάθε φορά που οι στόχοι αποτυγχάνουν, το ΔΝΤ και λοιποί δανειστές καταλογίζουν στις ελληνικές πολιτικές ελίτ μεταρρυθμιστική απροθυμία και ολιγωρία, καθώς και αποτυχία στην υλοποίηση των δεσμεύσεων που έχουν αναλάβει
.Γιατί χάνονται, λοιπόν, τα νοσοκομεία των τοπικών κοινωνιών; Γιατί το ΔΝΤ δίνει έμφαση στην εξόφληση των ξένων πιστωτών, αντί να εκπονεί ένα σχέδιο ανάπτυξης με κοινωνικό πρόσημο. Η κυβερνητική πλευρά, φαίνεται να αγνοεί πως, αν το πρόβλημα διαχείρισης της κρίσης είναι ένας γόρδιος δεσμός, είναι εξίσου δύσκολο το πρόβλημα της βέλτιστης διαχείρισης μιας πιθανής ανάκαμψης και ότι η απάντησή του είναι εξαρτημένη από της αιτία του προβλήματος. Αυτή τη στιγμή, αδιαφορώντας για τα προβλήματα υγείας των τοπικών κοινωνιών, καταδικάζουν τους κατοίκους, ενώ σε παγκόσμιο επίπεδο είναι πλέον κοινός τόπος ότι τα συστήματα υγείας πρέπει να λειτουργούν αποκεντρωμένα, ώστε η διαχείρισή τους να είναι πιο αποδοτική.
Η διαδικασία της εσωτερικής υποτίμησης ισοδυναμεί με δραματική υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου του λαού, χωρίς άμεσα ορατές διεξόδους. Αν για την Ελλάδα είναι απαραίτητο να επιδοθεί ειλικρινά σε μια αναγκαία μεταρρυθμιστική προσπάθεια, οι κάτοικοι των τοπικών κοινωνιών είναι απαραίτητο να υπερασπιστούν τον δημόσιο χώρο τους και τα δημόσια αγαθά. Η σημερινή κατάσταση ούτε πολιτικά στέκει ούτε επιστημονικά δικαιολογείται ώστε να συνεχίζεται επ’ αόριστον.
 ( συνεχίζεται με το δεύτερο μέρος).



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου